ἀνάθεμα

ἀνάθεμα
ἀνάθεμα, poet. [full] ἄνθεμα, ατος, τό, ([etym.] ἀνατίθημι) properly,
A like ἀνάθημα, anything dedicated, Theoc.Ep.13.2, AP6.162 (Mel.), CIG2693d ([place name] Mylasa), al., Phld.Mus.p.85 K.
2 anything devoted to evil, an accursed thing, LXX Le.27.28, De.7.26, 13.17, al.; of persons. Ep.Rom.9.3, 1 Ep.Cor.12.3, etc.
II curse, Tab.Defix.Aud.41 B (Megara, i/ii A. D.), cf. sq.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνάθεμα — anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • ανάθεμα — το, ατος 1. αναθεμάτισμα, αφορισμός: Ήταν η εποχή που είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου. 2. έκφραση κατάρας: Ανάθεμά σε ξενιτιά! 3. επιφώνημα στενοχώριας: Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάθεμ' — ἀνάθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεμάτων — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασιν — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματα — ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματος — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”